Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λαιλαπώδης
λαιλαφέτης
λαῖλαψ
λαιμαγχία
λαιμαργία
λαίμαργος
λαιμαργότης
λαιμάσσω
λαίμαστρον
λαιμίζω
λαιμοδακής
λαιμοπέδη
λαιμόρρυτος
λαιμός
λαιμός2
λαιμότμητος
λαιμοτόμας
λαιμοτομέω
λαιμοτόμος
λαιμότομος
Λαινάτης
View word page
λαιμοδακής
throat-biting
ShortDef
throat-biting
Debugging
Headword:
λαιμοδακής
Headword (normalized):
λαιμοδακής
Headword (normalized/stripped):
λαιμοδακης
IDX:
51885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51886
Key:
Data
{'content': 'throat-biting'}