Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαϊκός
λαϊκόω
λαιλαπίζω
λαιλαπώδης
λαιλαφέτης
λαῖλαψ
λαιμαγχία
λαιμαργία
λαίμαργος
λαιμαργότης
λαιμάσσω
λαίμαστρον
λαιμίζω
λαιμοδακής
λαιμοπέδη
λαιμόρρυτος
λαιμός
λαιμός2
λαιμότμητος
λαιμοτόμας
λαιμοτομέω
View word page
λαιμάσσω
to be grcedy

ShortDef

to be grcedy

Debugging

Headword:
λαιμάσσω
Headword (normalized):
λαιμάσσω
Headword (normalized/stripped):
λαιμασσω
IDX:
51882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51883
Key:

Data

{'content': 'to be grcedy'}