Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λαικάστρια
λαϊκός
λαϊκόω
λαιλαπίζω
λαιλαπώδης
λαιλαφέτης
λαῖλαψ
λαιμαγχία
λαιμαργία
λαίμαργος
λαιμαργότης
λαιμάσσω
λαίμαστρον
λαιμίζω
λαιμοδακής
λαιμοπέδη
λαιμόρρυτος
λαιμός
λαιμός2
λαιμότμητος
λαιμοτόμας
View word page
λαιμαργότης
greediness
ShortDef
greediness
Debugging
Headword:
λαιμαργότης
Headword (normalized):
λαιμαργότης
Headword (normalized/stripped):
λαιμαργοτης
IDX:
51881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51882
Key:
Data
{'content': 'greediness'}