Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαικάζω
λαικαστής
λαικάστρια
λαϊκός
λαϊκόω
λαιλαπίζω
λαιλαπώδης
λαιλαφέτης
λαῖλαψ
λαιμαγχία
λαιμαργία
λαίμαργος
λαιμαργότης
λαιμάσσω
λαίμαστρον
λαιμίζω
λαιμοδακής
λαιμοπέδη
λαιμόρρυτος
λαιμός
λαιμός2
View word page
λαιμαργία
gluttony

ShortDef

gluttony

Debugging

Headword:
λαιμαργία
Headword (normalized):
λαιμαργία
Headword (normalized/stripped):
λαιμαργια
IDX:
51879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51880
Key:

Data

{'content': 'gluttony'}