Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λᾶϊγξ
λαιδρός
Λαΐειος
λαίθαργος
λαικάζω
λαικαστής
λαικάστρια
λαϊκός
λαϊκόω
λαιλαπίζω
λαιλαπώδης
λαιλαφέτης
λαῖλαψ
λαιμαγχία
λαιμαργία
λαίμαργος
λαιμαργότης
λαιμάσσω
λαίμαστρον
λαιμίζω
λαιμοδακής
View word page
λαιλαπώδης
stormy

ShortDef

stormy

Debugging

Headword:
λαιλαπώδης
Headword (normalized):
λαιλαπώδης
Headword (normalized/stripped):
λαιλαπωδης
IDX:
51875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51876
Key:

Data

{'content': 'stormy'}