Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαιαί
Λαΐας
λᾶϊγξ
λαιδρός
Λαΐειος
λαίθαργος
λαικάζω
λαικαστής
λαικάστρια
λαϊκός
λαϊκόω
λαιλαπίζω
λαιλαπώδης
λαιλαφέτης
λαῖλαψ
λαιμαγχία
λαιμαργία
λαίμαργος
λαιμαργότης
λαιμάσσω
λαίμαστρον
View word page
λαϊκόω
make common, desecrate

ShortDef

make common, desecrate

Debugging

Headword:
λαϊκόω
Headword (normalized):
λαϊκόω
Headword (normalized/stripped):
λαικοω
IDX:
51873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51874
Key:

Data

{'content': 'make common, desecrate'}