Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λάθυρος
λάθω
λαιαί
Λαΐας
λᾶϊγξ
λαιδρός
Λαΐειος
λαίθαργος
λαικάζω
λαικαστής
λαικάστρια
λαϊκός
λαϊκόω
λαιλαπίζω
λαιλαπώδης
λαιλαφέτης
λαῖλαψ
λαιμαγχία
λαιμαργία
λαίμαργος
λαιμαργότης
View word page
λαικάστρια
fellatrix; loosely, whore, tart (LSJ supp.)

ShortDef

fellatrix; loosely, whore, tart (LSJ supp.)

Debugging

Headword:
λαικάστρια
Headword (normalized):
λαικάστρια
Headword (normalized/stripped):
λαικαστρια
IDX:
51871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51872
Key:

Data

{'content': 'fellatrix; loosely, whore, tart (LSJ supp.)'}