Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λαθυρίς
λάθυρος
λάθω
λαιαί
Λαΐας
λᾶϊγξ
λαιδρός
Λαΐειος
λαίθαργος
λαικάζω
λαικαστής
λαικάστρια
λαϊκός
λαϊκόω
λαιλαπίζω
λαιλαπώδης
λαιλαφέτης
λαῖλαψ
λαιμαγχία
λαιμαργία
λαίμαργος
View word page
λαικαστής
a fellator
ShortDef
a fellator
Debugging
Headword:
λαικαστής
Headword (normalized):
λαικαστής
Headword (normalized/stripped):
λαικαστης
IDX:
51870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51871
Key:
Data
{'content': 'a fellator'}