Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λαθροφαγέω
λαθροφάγος
λαθυρίς
λάθυρος
λάθω
λαιαί
Λαΐας
λᾶϊγξ
λαιδρός
Λαΐειος
λαίθαργος
λαικάζω
λαικαστής
λαικάστρια
λαϊκός
λαϊκόω
λαιλαπίζω
λαιλαπώδης
λαιλαφέτης
λαῖλαψ
λαιμαγχία
View word page
λαίθαργος
biting secretly
ShortDef
biting secretly
Debugging
Headword:
λαίθαργος
Headword (normalized):
λαίθαργος
Headword (normalized/stripped):
λαιθαργος
IDX:
51868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51869
Key:
Data
{'content': 'biting secretly'}