Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λαθρόπινος
λαθροπόδης
λαθροφαγέω
λαθροφάγος
λαθυρίς
λάθυρος
λάθω
λαιαί
Λαΐας
λᾶϊγξ
λαιδρός
Λαΐειος
λαίθαργος
λαικάζω
λαικαστής
λαικάστρια
λαϊκός
λαϊκόω
λαιλαπίζω
λαιλαπώδης
λαιλαφέτης
View word page
λαιδρός
bold, impudent
ShortDef
bold, impudent
Debugging
Headword:
λαιδρός
Headword (normalized):
λαιδρός
Headword (normalized/stripped):
λαιδρος
IDX:
51866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51867
Key:
Data
{'content': 'bold, impudent'}