Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λαθροβόλος
λαθρόβολος
λαθροδάκνης
λαθροκοιτέω
λαθρόνυμφος
λαθρόπινος
λαθροπόδης
λαθροφαγέω
λαθροφάγος
λαθυρίς
λάθυρος
λάθω
λαιαί
Λαΐας
λᾶϊγξ
λαιδρός
Λαΐειος
λαίθαργος
λαικάζω
λαικαστής
λαικάστρια
View word page
λάθυρος
a kind of pulse, chickling: lathyrus sativus
ShortDef
a kind of pulse, chickling: lathyrus sativus
Debugging
Headword:
λάθυρος
Headword (normalized):
λάθυρος
Headword (normalized/stripped):
λαθυρος
IDX:
51861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51862
Key:
Data
{'content': 'a kind of pulse, chickling: lathyrus sativus'}