Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαθικηδής
λαθιπήμων
λαθίποινος
λαθίπονος
λαθιπορφυρίς
λαθίφθογγος
λαθιφροσύνη
λαθίφρων
λάθος
λᾶθος
λαθραιόκοιτος
λαθραιοπραγέω
λαθραῖος
λαθρεπίβουλος
λάθρῃ
λάθριος
λαθροβόλος
λαθρόβολος
λαθροδάκνης
λαθροκοιτέω
λαθρόνυμφος
View word page
λαθραιόκοιτος
adulterer, fornicator

ShortDef

adulterer, fornicator

Debugging

Headword:
λαθραιόκοιτος
Headword (normalized):
λαθραιόκοιτος
Headword (normalized/stripped):
λαθραιοκοιτος
IDX:
51845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51846
Key:

Data

{'content': 'adulterer, fornicator'}