Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λαερτιάδης
λάζομαι
λάθα
λαθάνεμος
λάθαργος
λαθητικός
λαθικηδής
λαθιπήμων
λαθίποινος
λαθίπονος
λαθιπορφυρίς
λαθίφθογγος
λαθιφροσύνη
λαθίφρων
λάθος
λᾶθος
λαθραιόκοιτος
λαθραιοπραγέω
λαθραῖος
λαθρεπίβουλος
λάθρῃ
View word page
λαθιπορφυρίς
which feeds in the dark

ShortDef

which feeds in the dark

Debugging

Headword:
λαθιπορφυρίς
Headword (normalized):
λαθιπορφυρίς
Headword (normalized/stripped):
λαθιπορφυρις
IDX:
51839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51840
Key:

Data

{'content': 'which feeds in the dark'}