Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Λαέρκης
λαέρτης
Λαέρτης
Λαερτιάδης
λάζομαι
λάθα
λαθάνεμος
λάθαργος
λαθητικός
λαθικηδής
λαθιπήμων
λαθίποινος
λαθίπονος
λαθιπορφυρίς
λαθίφθογγος
λαθιφροσύνη
λαθίφρων
λάθος
λᾶθος
λαθραιόκοιτος
λαθραιοπραγέω
View word page
λαθιπήμων
banishing sorrow
ShortDef
banishing sorrow
Debugging
Headword:
λαθιπήμων
Headword (normalized):
λαθιπήμων
Headword (normalized/stripped):
λαθιπημων
IDX:
51836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51837
Key:
Data
{'content': 'banishing sorrow'}