Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαγωφόνος
λαγώχειλος
λάδανον
λαδρέω
Λάδων
λαεργής
Λαέρκης
λαέρτης
Λαέρτης
Λαερτιάδης
λάζομαι
λάθα
λαθάνεμος
λάθαργος
λαθητικός
λαθικηδής
λαθιπήμων
λαθίποινος
λαθίπονος
λαθιπορφυρίς
λαθίφθογγος
View word page
λάζομαι
to take, seize, grasp

ShortDef

to take, seize, grasp

Debugging

Headword:
λάζομαι
Headword (normalized):
λάζομαι
Headword (normalized/stripped):
λαζομαι
IDX:
51830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51831
Key:

Data

{'content': 'to take, seize, grasp'}