Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαγωσφαγία
λαγωτροφεῖον
λαγωτροφέω
λαγώφθαλμος
λαγωφόνος
λαγώχειλος
λάδανον
λαδρέω
Λάδων
λαεργής
Λαέρκης
λαέρτης
Λαέρτης
Λαερτιάδης
λάζομαι
λάθα
λαθάνεμος
λάθαργος
λαθητικός
λαθικηδής
λαθιπήμων
View word page
Λαέρκης
Laerces

ShortDef

Laerces

Debugging

Headword:
Λαέρκης
Headword (normalized):
λαέρκης
Headword (normalized/stripped):
λαερκης
IDX:
51826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51827
Key:

Data

{'content': 'Laerces'}