Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λαγώς
λαγωσφαγία
λαγωτροφεῖον
λαγωτροφέω
λαγώφθαλμος
λαγωφόνος
λαγώχειλος
λάδανον
λαδρέω
Λάδων
λαεργής
Λαέρκης
λαέρτης
Λαέρτης
Λαερτιάδης
λάζομαι
λάθα
λαθάνεμος
λάθαργος
λαθητικός
λαθικηδής
View word page
λαεργής
made of stone
ShortDef
made of stone
Debugging
Headword:
λαεργής
Headword (normalized):
λαεργής
Headword (normalized/stripped):
λαεργης
IDX:
51825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51826
Key:
Data
{'content': 'made of stone'}