Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λαγῶς
λαγώς
λαγωσφαγία
λαγωτροφεῖον
λαγωτροφέω
λαγώφθαλμος
λαγωφόνος
λαγώχειλος
λάδανον
λαδρέω
Λάδων
λαεργής
Λαέρκης
λαέρτης
Λαέρτης
Λαερτιάδης
λάζομαι
λάθα
λαθάνεμος
λάθαργος
λαθητικός
View word page
Λάδων
Ladon
ShortDef
Ladon
Debugging
Headword:
Λάδων
Headword (normalized):
λάδων
Headword (normalized/stripped):
λαδων
IDX:
51824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51825
Key:
Data
{'content': 'Ladon'}