Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λαγώπους
λαγῶς
λαγώς
λαγωσφαγία
λαγωτροφεῖον
λαγωτροφέω
λαγώφθαλμος
λαγωφόνος
λαγώχειλος
λάδανον
λαδρέω
Λάδων
λαεργής
Λαέρκης
λαέρτης
Λαέρτης
Λαερτιάδης
λάζομαι
λάθα
λαθάνεμος
λάθαργος
View word page
λαδρέω
flow strongly
ShortDef
flow strongly
Debugging
Headword:
λαδρέω
Headword (normalized):
λαδρέω
Headword (normalized/stripped):
λαδρεω
IDX:
51823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51824
Key:
Data
{'content': 'flow strongly'}