Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λαγῷος
λαγώπους
λαγῶς
λαγώς
λαγωσφαγία
λαγωτροφεῖον
λαγωτροφέω
λαγώφθαλμος
λαγωφόνος
λαγώχειλος
λάδανον
λαδρέω
Λάδων
λαεργής
Λαέρκης
λαέρτης
Λαέρτης
Λαερτιάδης
λάζομαι
λάθα
λαθάνεμος
View word page
λάδανον
an aromatic gum, gum mastich
ShortDef
an aromatic gum, gum mastich
Debugging
Headword:
λάδανον
Headword (normalized):
λάδανον
Headword (normalized/stripped):
λαδανον
IDX:
51822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51823
Key:
Data
{'content': 'an aromatic gum, gum mastich'}