Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαγών
λαγῷος
λαγώπους
λαγῶς
λαγώς
λαγωσφαγία
λαγωτροφεῖον
λαγωτροφέω
λαγώφθαλμος
λαγωφόνος
λαγώχειλος
λάδανον
λαδρέω
Λάδων
λαεργής
Λαέρκης
λαέρτης
Λαέρτης
Λαερτιάδης
λάζομαι
λάθα
View word page
λαγώχειλος
having a harelip

ShortDef

having a harelip

Debugging

Headword:
λαγώχειλος
Headword (normalized):
λαγώχειλος
Headword (normalized/stripped):
λαγωχειλος
IDX:
51821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51822
Key:

Data

{'content': 'having a harelip'}