Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λαγῴδιον
λαγώειος
λαγών
λαγῷος
λαγώπους
λαγῶς
λαγώς
λαγωσφαγία
λαγωτροφεῖον
λαγωτροφέω
λαγώφθαλμος
λαγωφόνος
λαγώχειλος
λάδανον
λαδρέω
Λάδων
λαεργής
Λαέρκης
λαέρτης
Λαέρτης
Λαερτιάδης
View word page
λαγώφθαλμος
hare-eyed
ShortDef
hare-eyed
Debugging
Headword:
λαγώφθαλμος
Headword (normalized):
λαγώφθαλμος
Headword (normalized/stripped):
λαγωφθαλμος
IDX:
51819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51820
Key:
Data
{'content': 'hare-eyed'}