Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαγωδάτον
λαγῴδιον
λαγώειος
λαγών
λαγῷος
λαγώπους
λαγῶς
λαγώς
λαγωσφαγία
λαγωτροφεῖον
λαγωτροφέω
λαγώφθαλμος
λαγωφόνος
λαγώχειλος
λάδανον
λαδρέω
Λάδων
λαεργής
Λαέρκης
λαέρτης
Λαέρτης
View word page
λαγωτροφέω
feed

ShortDef

feed

Debugging

Headword:
λαγωτροφέω
Headword (normalized):
λαγωτροφέω
Headword (normalized/stripped):
λαγωτροφεω
IDX:
51818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51819
Key:

Data

{'content': 'feed'}