Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λαγωβόλον
λαγωδάτον
λαγῴδιον
λαγώειος
λαγών
λαγῷος
λαγώπους
λαγῶς
λαγώς
λαγωσφαγία
λαγωτροφεῖον
λαγωτροφέω
λαγώφθαλμος
λαγωφόνος
λαγώχειλος
λάδανον
λαδρέω
Λάδων
λαεργής
Λαέρκης
λαέρτης
View word page
λαγωτροφεῖον
leporarium
ShortDef
leporarium
Debugging
Headword:
λαγωτροφεῖον
Headword (normalized):
λαγωτροφεῖον
Headword (normalized/stripped):
λαγωτροφειον
IDX:
51817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51818
Key:
Data
{'content': 'leporarium'}