Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαγωβολεῖον
λαγωβολία
λαγωβόλον
λαγωδάτον
λαγῴδιον
λαγώειος
λαγών
λαγῷος
λαγώπους
λαγῶς
λαγώς
λαγωσφαγία
λαγωτροφεῖον
λαγωτροφέω
λαγώφθαλμος
λαγωφόνος
λαγώχειλος
λάδανον
λαδρέω
Λάδων
λαεργής
View word page
λαγώς
hare

ShortDef

hare

Debugging

Headword:
λαγώς
Headword (normalized):
λαγώς
Headword (normalized/stripped):
λαγως
IDX:
51815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51816
Key:

Data

{'content': 'hare'}