Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαγχάνω
λαγωβολεῖον
λαγωβολία
λαγωβόλον
λαγωδάτον
λαγῴδιον
λαγώειος
λαγών
λαγῷος
λαγώπους
λαγῶς
λαγώς
λαγωσφαγία
λαγωτροφεῖον
λαγωτροφέω
λαγώφθαλμος
λαγωφόνος
λαγώχειλος
λάδανον
λαδρέω
Λάδων
View word page
λαγῶς
a hare

ShortDef

a hare

Debugging

Headword:
λαγῶς
Headword (normalized):
λαγῶς
Headword (normalized/stripped):
λαγως
IDX:
51814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51815
Key:

Data

{'content': 'a hare'}