Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λάγυνος
λαγυνοφόρια
λαγχάνω
λαγωβολεῖον
λαγωβολία
λαγωβόλον
λαγωδάτον
λαγῴδιον
λαγώειος
λαγών
λαγῷος
λαγώπους
λαγῶς
λαγώς
λαγωσφαγία
λαγωτροφεῖον
λαγωτροφέω
λαγώφθαλμος
λαγωφόνος
λαγώχειλος
λάδανον
View word page
λαγῷος
of the hare
ShortDef
of the hare
Debugging
Headword:
λαγῷος
Headword (normalized):
λαγῷος
Headword (normalized/stripped):
λαγωος
IDX:
51812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51813
Key:
Data
{'content': 'of the hare'}