Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λαγοκύμινον
Λάγος
λάγυνος
λαγυνοφόρια
λαγχάνω
λαγωβολεῖον
λαγωβολία
λαγωβόλον
λαγωδάτον
λαγῴδιον
λαγώειος
λαγών
λαγῷος
λαγώπους
λαγῶς
λαγώς
λαγωσφαγία
λαγωτροφεῖον
λαγωτροφέω
λαγώφθαλμος
λαγωφόνος
View word page
λαγώειος
of or belonging to a hare
ShortDef
of or belonging to a hare
Debugging
Headword:
λαγώειος
Headword (normalized):
λαγώειος
Headword (normalized/stripped):
λαγωειος
IDX:
51810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51811
Key:
Data
{'content': 'of or belonging to a hare'}