Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαγοκτονέω
λαγοκύμινον
Λάγος
λάγυνος
λαγυνοφόρια
λαγχάνω
λαγωβολεῖον
λαγωβολία
λαγωβόλον
λαγωδάτον
λαγῴδιον
λαγώειος
λαγών
λαγῷος
λαγώπους
λαγῶς
λαγώς
λαγωσφαγία
λαγωτροφεῖον
λαγωτροφέω
λαγώφθαλμος
View word page
λαγῴδιον
a leveret

ShortDef

a leveret

Debugging

Headword:
λαγῴδιον
Headword (normalized):
λαγῴδιον
Headword (normalized/stripped):
λαγωδιον
IDX:
51809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51810
Key:

Data

{'content': 'a leveret'}