Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαγοθηρέω
λαγοκτονέω
λαγοκύμινον
Λάγος
λάγυνος
λαγυνοφόρια
λαγχάνω
λαγωβολεῖον
λαγωβολία
λαγωβόλον
λαγωδάτον
λαγῴδιον
λαγώειος
λαγών
λαγῷος
λαγώπους
λαγῶς
λαγώς
λαγωσφαγία
λαγωτροφεῖον
λαγωτροφέω
View word page
λαγωδάτον
with the eyes open

ShortDef

with the eyes open

Debugging

Headword:
λαγωδάτον
Headword (normalized):
λαγωδάτον
Headword (normalized/stripped):
λαγωδατον
IDX:
51808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51809
Key:

Data

{'content': 'with the eyes open'}