Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαγκίολα
λάγκλα
λαγνεία
λάγνευμα
λαγνεύω
λάγνος
λαγοδαίτης
λαγοθήρας
λαγοθηρέω
λαγοκτονέω
λαγοκύμινον
Λάγος
λάγυνος
λαγυνοφόρια
λαγχάνω
λαγωβολεῖον
λαγωβολία
λαγωβόλον
λαγωδάτον
λαγῴδιον
λαγώειος
View word page
λαγοκύμινον
a kind of cummin

ShortDef

a kind of cummin

Debugging

Headword:
λαγοκύμινον
Headword (normalized):
λαγοκύμινον
Headword (normalized/stripped):
λαγοκυμινον
IDX:
51800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51801
Key:

Data

{'content': 'a kind of cummin'}