Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγκυλοκοπέω
ἀγκυλόκυκλος
ἀγκυλόκωλος
ἀγκυλομαχία
ἀγκυλομήτης
ἀγκυλόπους
ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
ἀγκυλοχείλης
ἀγκυλοχήλης
ἀγκυλόω
ἀγκύλωμα
ἀγκύλωσις
ἀγκυλωτός
ἄγκυρα
ἀγκυρίζω
ἀγκύριον
ἀγκύρισμα
ἀγκυρίτης
ἀγκυροβολέω
ἀγκυροβόλιον
View word page
ἀγκυλόω
to crook, bend
ShortDef
to crook, bend
Debugging
Headword:
ἀγκυλόω
Headword (normalized):
ἀγκυλόω
Headword (normalized/stripped):
αγκυλοω
IDX:
517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-518
Key:
Data
{'content': 'to crook, bend'}