Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαγιδεύς
Λαγίδης
λάγινος
λάγιον
λάγκη
λαγκία
λαγκίολα
λάγκλα
λαγνεία
λάγνευμα
λαγνεύω
λάγνος
λαγοδαίτης
λαγοθήρας
λαγοθηρέω
λαγοκτονέω
λαγοκύμινον
Λάγος
λάγυνος
λαγυνοφόρια
λαγχάνω
View word page
λαγνεύω
have sexual intercourse

ShortDef

have sexual intercourse

Debugging

Headword:
λαγνεύω
Headword (normalized):
λαγνεύω
Headword (normalized/stripped):
λαγνευω
IDX:
51794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51795
Key:

Data

{'content': 'have sexual intercourse'}