Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαγγών
λαγέτας
λαγιδεύς
Λαγίδης
λάγινος
λάγιον
λάγκη
λαγκία
λαγκίολα
λάγκλα
λαγνεία
λάγνευμα
λαγνεύω
λάγνος
λαγοδαίτης
λαγοθήρας
λαγοθηρέω
λαγοκτονέω
λαγοκύμινον
Λάγος
λάγυνος
View word page
λαγνεία
lasciviousness, lust

ShortDef

lasciviousness, lust

Debugging

Headword:
λαγνεία
Headword (normalized):
λαγνεία
Headword (normalized/stripped):
λαγνεια
IDX:
51792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51793
Key:

Data

{'content': 'lasciviousness, lust'}