Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λαγαρότης
λαγαρώδης
λαγγάζω
λαγγών
λαγέτας
λαγιδεύς
Λαγίδης
λάγινος
λάγιον
λάγκη
λαγκία
λαγκίολα
λάγκλα
λαγνεία
λάγνευμα
λαγνεύω
λάγνος
λαγοδαίτης
λαγοθήρας
λαγοθηρέω
λαγοκτονέω
View word page
λαγκία
lancea
ShortDef
lancea
Debugging
Headword:
λαγκία
Headword (normalized):
λαγκία
Headword (normalized/stripped):
λαγκια
IDX:
51789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51790
Key:
Data
{'content': 'lancea'}