Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαγαρόομαι
λαγαρός
λαγαρότης
λαγαρώδης
λαγγάζω
λαγγών
λαγέτας
λαγιδεύς
Λαγίδης
λάγινος
λάγιον
λάγκη
λαγκία
λαγκίολα
λάγκλα
λαγνεία
λάγνευμα
λαγνεύω
λάγνος
λαγοδαίτης
λαγοθήρας
View word page
λάγιον
a leveret

ShortDef

a leveret

Debugging

Headword:
λάγιον
Headword (normalized):
λάγιον
Headword (normalized/stripped):
λαγιον
IDX:
51787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51788
Key:

Data

{'content': 'a leveret'}