Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λάγανον
λαγανοφακῆ
λαγαρίζομαι
λαγαροειδῶς
λαγαρόκυκλος
λαγαρόομαι
λαγαρός
λαγαρότης
λαγαρώδης
λαγγάζω
λαγγών
λαγέτας
λαγιδεύς
Λαγίδης
λάγινος
λάγιον
λάγκη
λαγκία
λαγκίολα
λάγκλα
λαγνεία
View word page
λαγγών
trader, merchant
ShortDef
trader, merchant
Debugging
Headword:
λαγγών
Headword (normalized):
λαγγών
Headword (normalized/stripped):
λαγγων
IDX:
51782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51783
Key:
Data
{'content': 'trader, merchant'}