Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λαβυρινθώδης
λαγαίω
λάγανον
λαγανοφακῆ
λαγαρίζομαι
λαγαροειδῶς
λαγαρόκυκλος
λαγαρόομαι
λαγαρός
λαγαρότης
λαγαρώδης
λαγγάζω
λαγγών
λαγέτας
λαγιδεύς
Λαγίδης
λάγινος
λάγιον
λάγκη
λαγκία
λαγκίολα
View word page
λαγαρώδης
sunken, flattish
ShortDef
sunken, flattish
Debugging
Headword:
λαγαρώδης
Headword (normalized):
λαγαρώδης
Headword (normalized/stripped):
λαγαρωδης
IDX:
51780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51781
Key:
Data
{'content': 'sunken, flattish'}