Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λαβροπόδης
λαβροποσία
λαβροποτέω
λάβρος
λαβροστομέω
λαβροσύνη
λαβρόσυτος
λαβροφαγέω
λαβρώνιος
λάβυζος
λαβύρινθος
λαβυρινθώδης
λαγαίω
λάγανον
λαγανοφακῆ
λαγαρίζομαι
λαγαροειδῶς
λαγαρόκυκλος
λαγαρόομαι
λαγαρός
λαγαρότης
View word page
λαβύρινθος
a labyrinth
ShortDef
a labyrinth
Debugging
Headword:
λαβύρινθος
Headword (normalized):
λαβύρινθος
Headword (normalized/stripped):
λαβυρινθος
IDX:
51769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51770
Key:
Data
{'content': 'a labyrinth'}