Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λαβρόομαι
λαβροπόδης
λαβροποσία
λαβροποτέω
λάβρος
λαβροστομέω
λαβροσύνη
λαβρόσυτος
λαβροφαγέω
λαβρώνιος
λάβυζος
λαβύρινθος
λαβυρινθώδης
λαγαίω
λάγανον
λαγανοφακῆ
λαγαρίζομαι
λαγαροειδῶς
λαγαρόκυκλος
λαγαρόομαι
λαγαρός
View word page
λάβυζος
spice-plant
ShortDef
spice-plant
Debugging
Headword:
λάβυζος
Headword (normalized):
λάβυζος
Headword (normalized/stripped):
λαβυζος
IDX:
51768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51769
Key:
Data
{'content': 'spice-plant'}