Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λάβραξ
λαβρεύομαι
λαβρηγορέω
λαβροβόρος
λαβρόομαι
λαβροπόδης
λαβροποσία
λαβροποτέω
λάβρος
λαβροστομέω
λαβροσύνη
λαβρόσυτος
λαβροφαγέω
λαβρώνιος
λάβυζος
λαβύρινθος
λαβυρινθώδης
λαγαίω
λάγανον
λαγανοφακῆ
λαγαρίζομαι
View word page
λαβροσύνη
violence, greed

ShortDef

violence, greed

Debugging

Headword:
λαβροσύνη
Headword (normalized):
λαβροσύνη
Headword (normalized/stripped):
λαβροσυνη
IDX:
51764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51765
Key:

Data

{'content': 'violence, greed'}