Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαβραγόρης
λάβραξ
λαβρεύομαι
λαβρηγορέω
λαβροβόρος
λαβρόομαι
λαβροπόδης
λαβροποσία
λαβροποτέω
λάβρος
λαβροστομέω
λαβροσύνη
λαβρόσυτος
λαβροφαγέω
λαβρώνιος
λάβυζος
λαβύρινθος
λαβυρινθώδης
λαγαίω
λάγανον
λαγανοφακῆ
View word page
λαβροστομέω
talk boldly, rashly

ShortDef

talk boldly, rashly

Debugging

Headword:
λαβροστομέω
Headword (normalized):
λαβροστομέω
Headword (normalized/stripped):
λαβροστομεω
IDX:
51763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51764
Key:

Data

{'content': 'talk boldly, rashly'}