Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Λάβος
λαβραγορέω
λαβραγόρης
λάβραξ
λαβρεύομαι
λαβρηγορέω
λαβροβόρος
λαβρόομαι
λαβροπόδης
λαβροποσία
λαβροποτέω
λάβρος
λαβροστομέω
λαβροσύνη
λαβρόσυτος
λαβροφαγέω
λαβρώνιος
λάβυζος
λαβύρινθος
λαβυρινθώδης
λαγαίω
View word page
λαβροποτέω
to drink hard
ShortDef
to drink hard
Debugging
Headword:
λαβροποτέω
Headword (normalized):
λαβροποτέω
Headword (normalized/stripped):
λαβροποτεω
IDX:
51761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51762
Key:
Data
{'content': 'to drink hard'}