Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λαβιηνός
λάβιον
λαβίς
Λάβος
λαβραγορέω
λαβραγόρης
λάβραξ
λαβρεύομαι
λαβρηγορέω
λαβροβόρος
λαβρόομαι
λαβροπόδης
λαβροποσία
λαβροποτέω
λάβρος
λαβροστομέω
λαβροσύνη
λαβρόσυτος
λαβροφαγέω
λαβρώνιος
λάβυζος
View word page
λαβρόομαι
rush violently

ShortDef

rush violently

Debugging

Headword:
λαβρόομαι
Headword (normalized):
λαβρόομαι
Headword (normalized/stripped):
λαβροομαι
IDX:
51758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51759
Key:

Data

{'content': 'rush violently'}