Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λᾴα
λαάρχης
λααρχία
Λάας
λᾶας
Λάβαν
λαβάργυρος
λάβδα
Λαβδακεῖος
Λαβδακίδαι
Λάβδακος
λαβδοειδής
λάβδωμα
Λαβεών
λαβή
λαβίδιον
λαβιδόω
Λαβιηνός
λάβιον
λαβίς
Λάβος
View word page
Λάβδακος
Labdacus
ShortDef
Labdacus
Debugging
Headword:
Λάβδακος
Headword (normalized):
λάβδακος
Headword (normalized/stripped):
λαβδακος
IDX:
51741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51742
Key:
Data
{'content': 'Labdacus'}