Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κωτιλία
κωτίλλω
κωτίλος
κώφαγρος
κωφάω
κωφεία
κωφεύω
κωφέω
κώφησις
κωφός
κωφότης
κωφόω
κώφωμα
κώφωσις
λʹ
λα
λᾴα
λαάρχης
λααρχία
Λάας
λᾶας
View word page
κωφότης
deafness
ShortDef
deafness
Debugging
Headword:
κωφότης
Headword (normalized):
κωφότης
Headword (normalized/stripped):
κωφοτης
IDX:
51725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51726
Key:
Data
{'content': 'deafness'}