Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κωτιλάς
κωτιλία
κωτίλλω
κωτίλος
κώφαγρος
κωφάω
κωφεία
κωφεύω
κωφέω
κώφησις
κωφός
κωφότης
κωφόω
κώφωμα
κώφωσις
λʹ
λα
λᾴα
λαάρχης
λααρχία
Λάας
View word page
κωφός
blunt, dull, obtuse

ShortDef

blunt, dull, obtuse

Debugging

Headword:
κωφός
Headword (normalized):
κωφός
Headword (normalized/stripped):
κωφος
IDX:
51724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51725
Key:

Data

{'content': 'blunt, dull, obtuse'}