Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κώταλις
κώταλος
κωτιλάς
κωτιλία
κωτίλλω
κωτίλος
κώφαγρος
κωφάω
κωφεία
κωφεύω
κωφέω
κώφησις
κωφός
κωφότης
κωφόω
κώφωμα
κώφωσις
λʹ
λα
λᾴα
λαάρχης
View word page
κωφέω
mutilate

ShortDef

mutilate

Debugging

Headword:
κωφέω
Headword (normalized):
κωφέω
Headword (normalized/stripped):
κωφεω
IDX:
51722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51723
Key:

Data

{'content': 'mutilate'}