Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κῶς
κῶς2
κώταλις
κώταλος
κωτιλάς
κωτιλία
κωτίλλω
κωτίλος
κώφαγρος
κωφάω
κωφεία
κωφεύω
κωφέω
κώφησις
κωφός
κωφότης
κωφόω
κώφωμα
κώφωσις
λʹ
λα
View word page
κωφεία
stupor, depression
ShortDef
stupor, depression
Debugging
Headword:
κωφεία
Headword (normalized):
κωφεία
Headword (normalized/stripped):
κωφεια
IDX:
51720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51721
Key:
Data
{'content': 'stupor, depression'}