Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Κωρύκιος
Κωρυκίς
Κωρυκιώτης
κωρυκοβολία
κώρυκος
Κώρυκος
κωρυκώδης
Κῶς
κῶς
κῶς2
κώταλις
κώταλος
κωτιλάς
κωτιλία
κωτίλλω
κωτίλος
κώφαγρος
κωφάω
κωφεία
κωφεύω
κωφέω
View word page
κώταλις
ladle, stirrer
ShortDef
ladle, stirrer
Debugging
Headword:
κώταλις
Headword (normalized):
κώταλις
Headword (normalized/stripped):
κωταλις
IDX:
51712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51713
Key:
Data
{'content': 'ladle, stirrer'}